παρακέντηση

παρακέντηση
(Ιατρ.). Επέμβαση προς αφαίρεση υγρού από φυσική κοιλότητα του οργανισμού. Η ύπαρξη του υγρού μέσα σε μια κοιλότητα μπορεί να οφείλεται σε παθολογική διεργασία, όπως είναι τα τραύματα, οι φλεγμονές, οι νεοπλασίες κ.ά. Η π. εκτελείται συνήθως στην κοιλιά και για την ακρίβεια στην περιτοναϊκή κοιλότητα του υπεζωκότος, όπου και ονομάζεται θωρακοκέντηση, στο περικάρδιο σε περίπτωση εξιδρωματικής περικαρδίτιδας, στην κοιλότητα του ίδιου ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως σε περίπτωση υδροκήλης, στον πρόσθιο θάλαμο του ματιού (π.χ. σε γλαύκωμα), στο τύμπανο σε μερικές περιπτώσεις ωτίτιδας, στη σπονδυλική στήλη (οσφυονωτιαία π.) σε περιπτώσεις μηνιγγίτιδας, τραυμάτων του κρανίου και της σπονδυλικής στήλης, και γενικά σε παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος προς εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η π. εκτελείται με βελόνες που παρουσιάζουν διάφορα χαρακτηριστικά και μεγέθη, ανάλογα με την κοιλότητα όπου πρόκειται να εισαχθούν. Η π. εφαρμόζεται κυρίως για θεραπευτικούς σκοπούς (π.χ. για παροχέτευση πύου, εμπυήματος, αποστήματος κλπ.), αλλά είναι πολύ χρήσιμη και στη διαγνωστική, για τη δυνατότητα που προσφέρει να υπάρξει άμεση εξέταση των λαμβανόμενων υγρών.
* * *
η / παρακέντησις, -ήσεως, ΝΜΑ [παρακεντώ]
νεοελλ.
1. ιατρ. η εισαγωγή αιχμηρού οργάνου σε κοιλότητα ή όργανο τού σώματος για εξεταστικούς σκοπούς ή για εκκένωση περιεχόμενου υγρού
2. φρ. ιατρ. α) «οσφυονωτιαία παρακέντηση» — βλ. οσφυονωτιαίος
β) «υπινιακή παρακέντηση» — η εισαγωγή βελόνης στον νωτιαίο χώρο στο ύψος τής αυχενικής μοίρας τής σπονδυλικής στήλης
αρχ.
1. σημείωση στο περιθώριο
2. ιατρ. διάτρηση με χειρουργικό εργαλείο σε περίπτωση υδρωπικίας
3. ιατρ. η αφαίρεση καταρράκτη τού ματιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακέντηση — η (ιατρ.), απορρόφηση υγρού με σύριγγα από το ανθρώπινο σώμα: Του έκαμαν παρακέντηση στη σπονδυλική στήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ …   Dictionary of Greek

  • πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… …   Dictionary of Greek

  • στερνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο 2. φρ. α) «στερνικές πλευρές» πλευρές οι οποίες αρθρώνονται άμεσα με το στέρνο, αλλ. γνήσιες πλευρές β) «στερνική παρακέντηση» ιατρ. διαδερμική παρακέντηση τού οστού τού στέρνου στο ύψος τού 2ου …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… …   Dictionary of Greek

  • αδενόγραμμα — το Ιατρ. ποσοτικό και ποιοτικό αποτέλεσμα τής κυτταρολογικής εξετάσεως επιχρίσματος που έχει ληφθεί με παρακέντηση από λεμφαδένα …   Dictionary of Greek

  • αμνιοκέντηση — Βλ. λ. αμνιοσκόπηση. Σχηματική περιγραφή εκτέλεσης αμνιοκέντησης για αφαίρεση αμνιακού υγρού. * * * ή αμνιοπαρακέντηση Ιατρ. παρακέντηση τού αμνιακού σάκου διά μέσου τού κοιλιακού τοιχώματος ή τού κόλπου, για λήψη αμνιακού υγρού προς εξέταση …   Dictionary of Greek

  • αρθροκέντηση — η παρακέντηση άρθρωσης …   Dictionary of Greek

  • ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”